- μαχητικῆς
- μαχητικόςfit for fightingfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αλταμούρα, Σαβέριο — (Saverio Altamura, Φότζα 1826 – Νάπολη 1897). Ιταλός ζωγράφος. Στα χρόνια της φοίτησής του στην Ακαδημία της Νάπολης συνδέθηκε στενά με τον Ντ. Μορέλι. Εξαιτίας όμως της μαχητικής του αντίδρασης στο καθεστώς των Βουρβόνων, αναγκάστηκε να… … Dictionary of Greek
Βισί — (Vichy).Πόλη (26.000 κάτ. το 2002) της κεντρικής Γαλλίας, που ανήκει στον νομό Αλιέ και βρίσκεται στην περιοχή Λιμάν Μπουρμπονέζ, στο σημείο όπου συμβάλλουν οι ποταμοί Αλιέ και Σισόν. Είναι γνωστή για τις ιαματικές της πηγές και έχει βιομηχανίες… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Γεφτουσένκο, Γεβγκένι Αλεξάντροβιτς — (Yevgeni Aleksandrovich Yevtushenko, Ζιμά 1933 –). Ρώσος ποιητής και πεζογράφος. Ύστερα από μερικά χρόνια περιπετειώδους ζωής, κατά την οποία υπήρξε χορευτής, γεωλόγος και κυνηγός αρκούδων, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα μετά το 1950 με… … Dictionary of Greek
Καλλίνικος, Δημήτριος — (Ζάκυνθος 1814 – 1890). Λόγιος και δημοσιογράφος. Είχε βαθύτατη κλασική μόρφωση και η καλή του μνήμη τον βοηθούσε να αποστηθίζει πολλές σελίδες αρχαίων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Προσχώρησε στο Ριζοσπαστικό κόμμα της Επτανήσου και το 1851… … Dictionary of Greek
Κερένσκι, Αλεξάντερ Φιοντόροβιτς — (Aleksandr Fyodorovich Kerensky, Σιμπίρσκ 1881 – Νέα Υόρκη 1970). Ρώσος πολιτικός. Ήταν δικηγόρος και μέλος του ρωσικού Σοσιαλιστικού Επαναστατικού Κόμματος. Έπειτα από μια ταραχώδη ανάμειξη στα πολιτικά γεγονότα της περιόδου, έγινε μέλος της… … Dictionary of Greek
Μαρινέτι, Φιλίπο Τομάζο Εμίλιο — (Filippo Tommaso Emilio Marinetti, Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1876 – Μπελάτζιο, Κόμο 1944). Ιταλός συγγραφέας και δραματουργός, ιδρυτής του φουτουρισμού. Σπούδασε νομικά στη γενέτειρά του, στο Παρίσι, στην Πάντοβα και στη Γένοβα. Διέμενε διαδοχικά στο … Dictionary of Greek
ΠEEA — (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης). Έτσι ονομαζόταν επίσημα η κυβέρνηση των βουνών την περίοδο της Κατοχής. Ιδρύθηκε στις 10 Μαρτίου 1944 στο χωριό Βίνιανη της Ευρυτανίας, με πρωτοβουλία της Κεντρικής Επιτροπής του EAM, που για τον σκοπό… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek